- αἰσθόμενοι
- αἰσθάνομαιperceiveaor part mid masc nom/voc plαἰσθάνομαιperceivepres part mp masc nom/voc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обонѧти — ОБОНѦ|ТИ (17), Ю, ѤТЬ гл. 1.Ощущать (ощутить) запах чего л.: бл҃жныи же ре(ч) азъ вижю блѹднаго бѣса. иже вами ѡбладаѥть. ˫ако злосмрадною ѡдежею ѡ||денъ. и того ради не могѹ смрада ѡбонѧти. ПрЛ XIII, 50–51; злонасилници же, ˫ако же по обычаю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ощоутити — ОЩОУ|ТИТИ (12), ЧОУ ( ЩОУ), ТИТЬ гл. 1. Ощутить, почувствовать: ничьсоже ѥже паче вьсего иного творѧщемъ. дънъдеже ѹбо. грѣхъ ощютѧть. (ἕως ἄν… αἴσϑωνται) КЕ XII, 261б; чювьствьно же ощютѧть. бывъшеѥ въ тъ часъ. (εἰ… αἴσϑωνται) Там же, 263а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατάγνωσις — κατάγνωσις, ἡ (Α) [καταγιγνώσκω] 1. περιφρόνηση, αποδοκιμασία («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῑοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», Θουκ.) 2. μομφή, κατηγορία 3. δυσμενής κρίση, καταδίκη («τὴν κατάγνωσιν τοῡ θανάτου», Ξεν.) 4. η… … Dictionary of Greek
καταβοή — η (AM καταβοή) η εκδήλωση δυσαρέσκειας εναντίον κάποιου, η κατακραυγή, η επίκριση (α. «η καταβοή τού λαού» β. «αἰσθόμενοι δὲ καταβοήν οὐκ ὀλίγην οὖσαν ἡμῶν παρήλθομεν», Θουκ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βοή (< βοή «κραυγή»), πρβλ. αντ εμ βοή,… … Dictionary of Greek